ἐνάρθρου

ἐνάρθρου
ἔναρθρος
jointed
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …   Dictionary of Greek

  • MUSSARE — a boum voce μύ μύ, proprie de hoc animali. Virg. l. 12. Arn. v. 718. Mussantque iuvencae. Indead homines translatum, qui cum occulte et depressâ voce loquuntur, quod celatum velint, mussare dici coeperunt, Noniô teste. Varro vero a Mutorum sono… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

  • είροψ — εἶροψ, ο (Α) μέροψ, αυτός που έχει το χάρισμα τού έναρθρου λόγου, άνθρωπος …   Dictionary of Greek

  • κώφωση — Έλλειψη της αντίληψης των ήχων. Μπορεί να είναι πλήρης ή να περιορίζεται σε εξασθένηση της ακουστικής οξύτητας (βαρηκοΐα) ή επίσης μπορεί να αφορά ολόκληρη την κλίμακα των ήχων ή μόνο ορισμένες συχνότητες (ακουστικά κενά). Το μέγεθος, ο τύπος, η… …   Dictionary of Greek

  • νευρογλωσσολογία — η βιολ. η μελέτη τών νευρικών μηχανισμών που υπεισέρχονται στην απομνημόνευση και στη φυσιολογική διαδικασία τού έναρθρου λόγου …   Dictionary of Greek

  • παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • τραύλισμα — Διαταραχή του έναρθρου λόγου, που οφείλεται σε δυσχέρεια άρθρωσης των λέξεων, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται από σπασμωδική επανάληψη μιας συλλαβής (κλονικό τ.), από δυσκολία εκφώνησης ενός ήχου ενώ το στόμα είναι ανοιχτό (τονικό τ.), από… …   Dictionary of Greek

  • γερούνδιο — (gerundium). Απαρεμφατικός τύπος λατινικών ρημάτων σε αιτιατική πτώση. Στην ελληνική λέγεται πρώτο θετικό. Λήγει σε –(e)ndum, απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις και ισοδυναμεί με τους τύπους του ελληνικού ρήματος (σε –τέον) και τις πλάγιες πτώσεις… …   Dictionary of Greek

  • κωφάλαλοι — Άτομα με ειδικές ανάγκες, πάσχοντα από εκ γενετής ή επίκτητη απουσία της ικανότητας της ακοής και της ομιλίας (βλ. λ. κωφαλαλία). Ιστορία. Στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι κ. ζούσαν στο περιθώριο της ζωής και της κοινωνίας. Κατά τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”